- παράσημος
- -ον, Α1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι5. αξιόλογος, αξιοσημείωτος6. αξιοπαρατήρητος, αξιοθαύμαστος7. μτφ. (για πρόσ.) ανειλικρινής, δόλιος («ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα», Αριστοφ.)8. εμφανής, ευδιάκριτος γιατί έχει υποστεί αλλοίωση, παραμόρφωση9. (για λόγους και φράσεις) ψευδής, εσφαλμένος10. (για νομίσματα) κίβδηλος11. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράσημονα) το παράσημο β) (σχετικά με λόγο) ιδιορρυθμία ύφους12. φρ. «δόξα παράσημος»(για πρόσ.) άσημος, άδοξος (Ευρ.).επίρρ...παρασήμως Α1. εσφαλμένως, με λανθασμένο τρόπο2. με παρασημασία («ἄμφω καλοῡσι κέρδους, πλὴν παρασήμως κέρδον ὀξύκερδον», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ-σημος].
Dictionary of Greek. 2013.